Η δύναμη της αγάπης.


Βοήθεια, Δάχτυλο, Αγγίζετε, Επικοινωνία


Καθόταν στην άκρη του πεζοδρομίου και είχε απλώσει το εμπόρευμά του πάνω σε ένα μαύρο, βελούδινο πανί.
Ήταν 60 ετών αλλά το πρόσωπό του ήταν γεμάτο ρυτίδες σαν να ήταν εβδομηντάρης.
Πάνω σε αυτό το πανί λοιπόν είχε στήσει μικρά έργα τέχνης. Μικρούς πίνακες σε καμβά που ήταν σχεδιασμένοι με κάρβουνο και απεικόνιζαν προσωπογραφίες που έβγαζαν κάποιο συναίσθημα. Τους πουλούσε 5 ευρώ τον ένα, ενώ βλέποντας τους καλά άξιζαν πολύ περισσότερο.
Εδώ και καιρό καθόταν σε αυτό το σημείο. Στο απέναντι πεζοδρόμιο ήταν ένας καλοκάγαθος παππούς που  έβγαζε τα  "προς το ζην" πουλώντας φρεσκοψημένα κάστανα. Τις τελευταίες όμως γιορτινές χριστουγεννιάτικες μέρες είχε δίπλα του και άλλη παρέα.
Ήταν μια ομάδα από τέσσερα νέα παιδιά που  έκαναν διαφορά καλλιτεχνικά δρώμενα και είχαν κάνει τον κόσμο να σταματάει και να τους χαζεύει. 
Χόρευαν, τραγουδούσαν και έπαιζαν μουσική. Με το ταλέντο τους πρόσθεταν  μια ακόμη ευχάριστη νότα στο στολισμένο κεντρικό δρόμο της πρωτεύουσας.
Μπροστά τους είχαν ανοιχτή τη θήκη από το βιολί που έπαιζε το ένα από αυτά. Ήταν γεμάτη από κέρματα αλλά και κάποια χαρτονομίσματα.
Εν αντιθέσει με τον φίλο μας που το ψάθινο καλαθάκι του είχε μέσα λίγα σεντ,  όχι από το πούλημα κάποιου πίνακα αλλά από την καλή καρδιά κάποιων περαστικών.
Προπαραμονή  Χριστουγέννων και ο δρόμος έσφυζε από κόσμο. Σε συνδυασμό με το στόλισμα των μαγαζιών όλα γύρω έμοιαζαν μαγικά.
Ο κύριος της ιστορίας μας δεν μιλούσε καθόλου. Ήταν τόσο ταπεινός. 
Δεν έλεγε τίποτα για να πουλήσει. 
Είχε το κεφάλι του συνέχεια κατεβασμένο λες και ένιωθε ντροπή για αυτό που έκανε.
Πού και πού μόνο έδειχνε στους περαστικούς με το χέρι του το όμορφο εμπόρευμά του.
Ο κόσμος περνούσε δίπλα του αλλά ήταν σαν να ήταν αόρατος κανείς δεν σταματούσε να αγοράσει κάτι.
“Τι θα κάνω Θεέ μου”… έλεγε κάθε τόσο στον εαυτό του και έσκυβε το κεφάλι του.
Η μέρα πέρασε χωρίς να έχει μαζέψει τίποτα το ιδιαίτερο στο ψάθινο καλαθάκι του. Είχε πουλήσει μόνο ένα έργο και μαζί με τα σεντ που του είχαν ρίξει ήταν δεν ήταν δέκα ευρώ.
Αργά το απόγευμα μόλις έκλεισαν τα καταστήματα γύρω του άρχισε να μαζεύει.
Τα έβαλε όλα μέσα στο σακίδιο του έστριψε σε ένα στενό και χάθηκε στο σκοτάδι.

Μετά από λίγη ώρα άνοιγε την πόρτα στο φτωχικό του. 
Η γυναίκα του τον πλησίασε πάνω σε αναπηρικό αμαξίδιο γεμάτη αγωνία. 
- Τι  έκανες σήμερα Νίκο μου, μάζεψες τίποτα;
- Ούτε δέκα ευρώ Ελένη μου. Τα φάρμακα μου δεν μπορώ να τα αγοράσω. Και η σύνταξη μου έχει ήδη φύγει.
- Εδώ και μέρες δεν έχεις πάρει φάρμακα για την καρδιά σου. Ο γιατρός από τότε που έκανες την εγχείρηση είχε πει να μην κουράζεσαι και να παίρνεις πάντα τα φάρμακα σου. Τι θα κάνουμε; 
-Τι μπορώ να κάνω Ελένη; Στο φαρμακείο της γειτονιάς χρωστάω λεφτά. Από την  σύνταξη μου πληρώνουμε το ενοίκιο της γκαρσονιέρας στο υπόγειο που ζούμε και το φαγητό. Όλα τα άλλα πρέπει να βγουν από αυτά που πουλάω. Σήμερα δεν ήταν καθόλου καλή μέρα...
- Θυμάσαι πως ήταν η ζωή μας Νίκο; Πριν το αυτοκινητιστικό  και την καρδιακή προσβολή που έπαθες μετά. Είχες την  δουλειά σου είχαμε το σπίτι μας. Την υγεία μας. Μέσα σε μια στιγμή άλλαξαν όλα. Πουλήσαμε το σπίτι για να τα καταφέρουμε με τα χειρουργεία  ήρθαμε στο ενοίκιο χάσαμε τα πάντα.
- Την αξιοπρέπεια μας δεν την χάσαμε Ελένη. Αυτό να θυμάσαι. Και ευτυχώς αυτό που είχες σπουδάσει στα νιάτα σου μας φάνηκε τόσο χρήσιμο αφού μπορείς και ζωγραφίζεις τόσο υπέροχα πράγματα και μπορούμε να τα πουλάμε, αλλιώς τι θα κάναμε;
- Έχεις δίκιο, αλλά και αυτά τα πουλάς με κόπο. Ο κόσμος δεν αγοράζει πάντα.
- Αύριο είναι μια άλλη μέρα Ελένη μου μπορεί να πάνε όλα καλά.

Την επόμενη το πρωί έκανε τσουχτερό κρύο. Τα χέρια του είχαν παγώσει. Έστρωσε πάλι τους πίνακες στο βελούδινο πανί και περίμενε με υπομονή μήπως πουλήσει κάτι.
Μετά από λίγη ώρα ήρθαν και στήθηκαν και τα ταλαντούχα παιδιά δίπλα του. Καλημερίστηκαν αντάλλαξαν ευχές λόγω των ημερών και άρχισαν το τραγούδι.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και κάποιος περαστικός,  ξέρετε από αυτούς που κρίνουν τους πάντες και τα πάντα, κάθισε  μπροστά του με ύφος επικριτικό και του είπε:
- Καλά δεν ντρέπεσαι μεγάλος άνθρωπος να κάθεσαι και να ζητιανεύεις. Έχετε μάθει όλοι να αράζετε μέσα στους δρόμους και να εκμεταλλεύεστε τον αθώο κοσμάκη. 
Αυτά είπε και δήθεν κατά λάθος  κλώτσησε τον ένα από τους πίνακες για να τον ταπεινώσει με αυτόν τον τρόπο και άλλο.
Ο φίλος της ιστορίας μας δεν μίλησε καθόλου, μάζεψε τον πίνακα από τον δρόμο και τον έβαλε στην θέση του.  
Η παρέα των παιδιών δίπλα είδε το περιστατικό και ο ένας από αυτούς πλησίασε τον οξύθυμο κύριο και του είπε να σηκωθεί να φύγει.
Και αυτή η μέρα κύλισε χωρίς να μπουν πολλά χρήματα στο ψάθινο καλαθάκι. 

Ήρθε η προπαραμονή των Χριστουγέννων και ο κόσμος ήταν διπλάσιος στον κεντρικό δρόμο της ιστορίας μας. Μέχρι το βράδυ είχε πουλήσει 4 πίνακες και είχε μαζέψει 20 ευρώ. Χάρηκε αλλά επειδή τα φάρμακα του ήταν ακριβά δεν έβγαιναν για να τα αγοράσει. 
Τα παιδιά δίπλα του τα είχαν πάει πάλι μια χαρά.
Όπως τοποθετούσε τα πράγματα μέσα στην τσάντα του σκεφτόταν τι θα απογίνει.
Ξαφνικά ένιωσε ένα χέρι να του χτυπάει την πλάτη και άκουσε μια φωνή.
- Κύριε...
Ήταν η παρέα των παιδιών που είχαν μαζέψει και αυτοί τα μουσικά τους όργανα και στεκόντουσαν απέναντι του.
- Καλά Χριστούγεννα
- Καλά Χριστούγεννα παιδιά να περάστε όμορφα.
- Θα θέλαμε να σας ρωτήσουμε πόσους πίνακες έχετε μαζί σας;
- Έχω δέκα,  μα γιατί ρωτάτε;
- Να, έχουμε μαζευτεί μερικά παιδιά από το μουσικό λύκειο και  παίζουμε μουσική στους δρόμους της Αθήνας για να μαζέψουμε λεφτά για την πενθήμερη εκδρομή που θα πάμε. Επειδή λοιπόν θα κάνουμε ένα χορό να μαζέψουμε και άλλα χρήματα θα αγοράσουμε κάποιο δώρα για να βγάλουμε σε λαχειοφόρο αγορά. Βλέπουμε εδώ και μέρες τους πίνακες που πουλάτε και μας αρέσουν πολύ. Θα θέλαμε να αγοράσουμε αυτούς που έχετε σήμερα και αύριο να μας φέρετε άλλους δέκα. 
- Με συγκινεί αυτό που κάνετε, σας εύχομαι να έχετε καλή πρόοδο και υγεία.
Δακρυσμένος μάζεψε τους πίνακες τους έβαλε σε σακούλες και τους έδωσε στα παιδιά.
- Ορίστε παιδιά μου. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω πως αισθάνομαι. 
Τα παιδιά του έδωσαν εκατό ευρώ, τα διπλά δηλαδή και του είπαν να τα κρατήσει και για τους άλλους δέκα που θα τους πάει αύριο.
- Μου τα δίνετε αύριο τα πενήντα παιδιά που θα σας δώσω και τα υπόλοιπα.
- Σας έχουμε εμπιστοσύνη...  είπε ο ένας από τα παιδιά και του χαμογέλασε.
Γεμάτος συγκίνηση τους ευχαρίστησε και απομακρύνθηκε μέσα στο στενάκι.

Πέρασε από το φαρμακείο πήρε τα φάρμακα του και πήγε στο σπίτι του.
Μπαίνοντας μέσα τον πλησίασε η Ελένη και τον ρώτησε τι έγινε σήμερα.
Ο Νίκος με ένα μεγάλο χαμόγελο της είπε...
- Σήμερα έγινε ένα θαύμα. Κατάλαβα πως ο Θεός είναι μεγάλος.
Και αφού άφησε  κάτω την άδεια τσάντα του της εξιστόρησε τι είχε συμβεί.
Την επόμενη το πρωί, παραμονή Χριστουγέννων  πήρε τους πίνακες να τους πάει στα παιδιά.
Έστρωσε κάποιους στο πανί του και τους δέκα τους είχε έτοιμους να τους πάρουν τα παιδιά όταν έρθουν.
Όσο όμως και αν περίμενε τα παιδιά δεν φάνηκαν ποτέ. Ούτε εκείνη την μέρα ούτε κάποια άλλη.

Έδιναν τις μουσικές  τους παραστάσεις  σε άλλους δρόμους της Αθήνας...



Υ.Γ Μη προσπερνάς ανθρώπους που βλέπεις στο δρόμο και έχουν την ανάγκη σου. Ποτέ δε ξέρεις τι μπορεί να περνούν. Λίγη από την βοήθεια σου μπορεί να είναι κάτι μεγάλο γι' αυτούς.


Κείμενο: Μ. Στρατή

stratimina68.blogspot.gr





Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γυναικεία tips ομορφιάς

Μοσχάρι νουά με τυρί και ζαμπόν

Η "μηχανή" του περήφανου μπαμπά (ΑΝΕΚΔΟΤΟ)