Ο μικρός αδελφός



Μια μέρα ένας πατέρας φώναξε τους δυο γιους του,να τους μιλήσει..
- Παιδιά μου, είπε, είναι καιρός να αναλάβετε εσείς πλέον τις αγροτικές δουλειές που κάνω μόνος μου τόσα χρόνια, εγώ θέλω να ξεκουραστώ.

Ο Γιάννης, ο μεγαλύτερος γιος του, πήρε τον λόγο:
- Μα πατέρα, αν αναλάβουμε εμείς, πρέπει να μας μοιράσεις τα κτήματα για να έχει ο καθένας τα δικά του.
- Έλα τώρα αδελφέ, είπε ο Νικόλας, τι λόγια λες στον πατέρα, δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο.
Αδέλφια είμαστε!
Ο Γιάννης όμως επέμενε.
Μάλιστα ζητούσε το μεγαλύτερο μερίδιο επειδή ήταν ο πρωτότοκος.
Τι να κάνει ο πατέρας, μέσα σε διάστημα λίγων ημερών έκανε την μοιρασιά.
Ο πρωτότοκος λοιπόν, λίγο καιρό μετά, είχε πουλήσει όλη την περιουσία του.
Τα χρήματα που πήρε, ήταν αρκετά να αγοράσει και σπίτι και να κάνει μια δική του δουλειά.
Άλλωστε πάντα αυτό έλεγε, ότι θα είναι αφεντικό και θα έχει υπαλλήλους.
Στους γονείς και στον αδελφό του είπε πως η ζωή στην επαρχία δεν του άρεσε και ότι θα πήγαινε στην Γερμανία να ζήσει μια καλύτερη ζωή.
Εκείνοι στεναχωρέθηκαν πολύ, προσπάθησαν να του αλλάξουν γνώμη αλλά δεν μπορούσαν να τον κρατήσουν με το ζόρι.
Έλεγε και ξανάλεγε:
- Εγώ κάποια μέρα θα έχω δύναμη, κύρος, θα με σέβονται όλοι, δεν θα αναλώσω την ζωή μου σε αυτό εδώ το χωριό. Έχω μεγάλα σχέδια.

Έτσι λοιπόν έφυγε για την Γερμανία.
Είχε φίλους εκεί και την γλώσσα την ήξερε πολύ καλά.

Ο Γιάννης λοιπόν αντί να προσπαθήσει να ανεβεί ψηλά όπως έλεγε, άρχισε να σκορπά τα χρήματά του από εδώ και από κει για μεγάλο διάστημα, μέχρι που άρχισαν να λιγοστεύουν και όπως είναι φυσικό κάποια στιγμή τελείωσαν.
Βέβαια είχαν βρεθεί δίπλα του οι κατάλληλοι άνθρωποι που τον επηρέαζαν αρνητικά.
Είχε γνωρίσει πολλούς  στο διάστημα της "μεγάλης ζωής" και όταν είδε τα σκούρα αποφάσισε να τους ζητήσει βοήθεια.
Ένας από αυτούς είπε πως θα τον βοηθήσει, αρκεί να του δώσει εγγυήσεις.
(Ξέχασα να σας πω ότι ενώ είχε πουλήσει τα πάντα του είχε μείνει το μισό σπίτι στο χωριό που το είχε μαζί με τον αδελφό του και έμεναν σε αυτό οι γονείς τους).
Η εγγύηση λοιπόν ήταν αυτό το σπίτι. Βέβαια τους γονείς και τον αδελφό, δεν τους ρώτησε.
Άσε που είχε ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του.
Ήταν σίγουρος, πως η μπυραρία που θα άνοιγε θα του έδινε πολλά χρήματα έτσι ώστε να πληρώνει τις δόσεις του και να του μένουν και αρκετά για να ζει καλά!!

Ας φύγουμε όμως λίγο από τον Γιάννη και ας πάμε στον Νικόλα.
Ο Νικόλας δούλεψε σκληρά στα κτήματα, νύχτα μέρα, με ζέστες και με κρύα.
Έκανε περιουσία σιγά σιγά, πουλώντας ότι έβγαζε η γη του.
Με το πέρασμα του χρόνου, έφτιαξε δυο μαγαζιά και πουλούσε  αυτά που μάζευε από τα χωράφια.
Έκανε οικογένεια και πάντα ήταν κοντά στους γονείς του, στις αρρώστιες τους, σε όλα τους.

Ο καιρός περνούσε.....
Είχαν περάσει γύρω στα 10 χρόνια από τότε που ο Γιάννης είχε φύγει από το χωριό.

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ πήγαινε ο Νικόλας  στους γονείς του να τους δει.
Μέσα στο μισοσκόταδο είδε από μακριά κάποιον στην αυλή του πατρικού του.
- Ποιός είναι εκεί;.....φώναξε.
- Εγώ........ ακούει την φωνή του αδελφού του.
- Γιάννη!!
- Ναι Νικόλα εγώ...... δεν βλέπεις φαντάσματα.
- Μα καλά, γιατί δεν με είχες πάρει ένα τηλέφωνο και οι γονείς γιατί δεν μου είπαν τίποτα ότι ήρθες;
- Οι γονείς δεν ξέρουν  πως είμαι εδώ. Ντρεπόμουν να τους αντικρίσω.
- Γιατί ρε Γιάννη τι σου κάναμε και εξαφανίστηκες τόσα χρόνια; Η μάνα έχει αρρωστήσει από τον καημό της και ο πατέρας,......τον έχω πιάσει πολλές φορές να κλαίει κρυφά.
- Μεγάλη ιστορία αδελφέ και πρέπει να σου την πω. Είμαι απελπισμένος!
Τον τράβηξε στην αποθηκούλα και άρχισε να του εξιστορεί τα λάθη του.
- Μετά που άνοιξα  την μπυραρία έμπλεξα περισσότερο και μέσα σε 5 χρόνια την έκλεισα αφού είχα χάσει τα πάντα. Οι δανειστές με έχουν στριμώξει άγρια τον τελευταίο καιρό και ζητούν τα χρήματά τους πίσω. Μέχρι και την αυτοκτονία έχω βάλει στο μυαλό μου....

 Ξαφνικά νιώθει το χέρι του Νικόλα στον ώμο του...
- Κοίτα αδελφέ, είμαστε άνθρωποι και σαν άνθρωποι κάνουμε λάθη. Το καλό είναι να μαθαίνουμε από τα λάθη μας και να προχωράμε μπροστά. Εδώ και καιρό μου δίνει κάποιος αρκετά χρήματα για να του δώσω το μεγάλο χωράφι στον κάμπο. Αύριο θα του πω οκ! Θα πάρεις εσύ τα χρήματα και θα τα δώσεις εκεί  που χρωστάς.
Μετά, αν θες, αναλαμβάνεις το ένα από τα μαγαζιά που έχω.
- Μα τι λες τώρα Νικόλα; Τι είναι αυτά που μου λες; Θα πάρω τα δικά σου χρήματα; Και πως θα σου το ξεπληρώσω;
- θα μου το ξεπληρώσεις........ φτάνει να  δω εσένα και τους γονείς να χαμογελάτε ξανά! 






Σχόλια

  1. θα μου το ξεπληρώσεις........ φτάνει να δω εσένα και τους γονείς να χαμογελάτε ξανά!

    τίποτα...άλλο!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γυναικεία tips ομορφιάς

Μοσχάρι νουά με τυρί και ζαμπόν

Η "μηχανή" του περήφανου μπαμπά (ΑΝΕΚΔΟΤΟ)